μεσολαβώ — μεσολαβώ, μεσολάβησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μεσολαβώ — (ΑM μεσολαβῶ, έω) βρίσκομαι ανάμεσα σε δύο, διακόπτω, λύνω τη συνέχεια νεοελλ. 1. παρεμβαίνω μεταξύ προσώπων ή κρατών για την επίλυση διαφοράς ή για την επίτευξη συμφωνίας («μεσολάβησα και τελικά τούς συμβίβασα») 2. κάνω ενέργειες σε κάποιον… … Dictionary of Greek
μεσολάβῳ — μεσόγραφος written in the middle masc/fem/neut dat sg μεσόλαβον mesolabe neut dat sg μεσόλαβος mesolabe masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλανθρωπίζω — μεσολαβώ για συμβιβασμό … Dictionary of Greek
μεσιτεύω — μεσολαβώ για σύναψη συμφωνίας σε αγοραπωλησία, ενοικίαση κτλ.: Μεσίτευσε εσύ για λογαριασμό μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προξενεύω — Ν 1. μεσολαβώ για τη σύναψη συνοικεσίου («τού προξενεύει ένα όμορφο κορίτσι») 2. μεσολαβώ για τη σύναψη συμφωνίας, κυρίως για μίσθωση υπηρεσιών («αυτός που μού προξένεψες αποδείχθηκε ανέντιμος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < προξενώ, κατά το παντρ εύω] … Dictionary of Greek
προξενεύω — προξένεψα, προξενεμένος 1. μεσολαβώ σε σύναψη συνοικεσίου: Του προξενεύουνε ένα καλό κορίτσι. 2. μεσολαβώ, μεσιτεύω για αγοραπωλησία ή για μίσθωση εργασίας ή κτήματος: Μου προξενέψανε ένα καλό κτήμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμεσολάβητος — η, ο (Μ ἀμεσολάβητος, ον) [μεσολαβῶ] αυτός που γίνεται δίχως μεσολάβηση, δίχως την παρέμβαση τρίτου … Dictionary of Greek
βρίσκω — και βρέσκω (AM εὑρίσκω) 1. συναντώ κάποιον ή κάτι που ζητούσα, ανταμώνω 2. ανακαλύπτω κάτι χαμένο 3. φθάνω σ αυτό που επιδίωκα 4. ανακαλύπτω τυχαία, συναντώ κατά τύχη 5. εφευρίσκω, επινοώ, μηχανεύομαι 6. έχω από παράδοση, αποκτώ από κληρονομιά 7 … Dictionary of Greek
διαμεσάζω — (Α διαμεσάζω) [μεσάζω] 1. μεσολαβώ 2. (για χρονικό διάστημα) περνώ το μισό … Dictionary of Greek